-
1 θρυπτικός
II [voice] Pass., easily broken: metaph., delicate, effeminate, X. Cyr.8.8.15 ([comp] Comp.), Mem.1.2.5; σώματα cj. in Max.Tyr.10.2;θ. τι προσφθέγγεσθαι D.C.51.12
. Adv.- κῶς Ael.NA2.11
, Poll.6.185.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρυπτικός
См. также в других словарях:
προσέλκω — Α 1. προσελκύω 2. μέσ. προσέλκομαι α) φέρνω με το μέρος μου, παρασύρω προς εμένα («δυναμένης διὰ τὴν ὁμιλίαν τοὺς ἐραστὰς προσελκύσασθαι», Αθήν.) β) αγκαλιάζω … Dictionary of Greek